- νειλοσκόπιο
- το (Α νειλοσκοπεῑον)το νειλόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + -σκόπιο / -σκοπεῑον (< -σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. ωρο-σκόπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νειλοσκοπείον — νειλοσκοπεῑον, τὸ (Α) βλ. νειλοσκόπιο … Dictionary of Greek